ΣΥΝΤΟΜΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ
ΣΤΗΝ ΒΑΡΚΕΛΩΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΛΩΝΙΑ
Ὑπό τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου
Μέχρι πρίν ἀπό μερικές δεκαετίες, ἡ γνώση τοῦ πολιτισμοῦ, τῆς ἱστορίας καί τῆς πίστεως τῶν Ὀρθοδόξων ἦταν στήν πράξη σχεδόν ἐλάχιστη στήν Καταλωνία καί γενικά στήν Ἰβηρική Χερσόνησο.
Ἡ Ἑλληνορθόδοξη Ἀνατολή φαίνεταν πολύ μακρινή καί οἱ σχέσεις μεταξύ τῶν δύο κόσμων, ἰβηρικοῦ καί ἑλληνικοῦ, ἦταν λίγες. Αὐτό, ὃμως, δέν σημαίνει ὃτι ἦταν καί ἀνύπαρκτες. Δέν πρέπει νά λησμονοῦμε τήν ὓπαρξη τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν ἀποικιῶν στήν περιοχή τῆς Καταλωνίας (π.χ. Ἐμπόριον), καθώς καί τήν δυνατή παράδοση ὃτι ὁ μεγάλος Ἑλληνιστής καί Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, Ἃγιος Παῦλος, αὐτός πού ἓνωσε τόν Χριστιανισμό μέ τήν ἑλληνική οἰκουμένη τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, κήρυξε στήν περιοχή καί συγκεκριμένα στήν Ταρραγόνα (βλ. Ρωμ. 15, 22-24, 28). Βέβαια, ἂν καί αὐτό δέν εἶναι ἐπιστημονικά ἀποδεδειγμένο, ἐν τούτοις ἒχει τήν σημασία του. Ἡ κοινή χριστιανική πίστη καί οἱ κοινοί Ἃγιοι Μάρτυρες, Ὁμολογητές καί Πατέρες, ὃπως οἱ μάρτυρες Εὐλαλία τῆς Βαρκελώνης καί Βικέντιος τῆς Βαλένθιας καί οἱ ἃγιοι Πατέρες Πασιανός τῆς Βαρκελώνης, Βραούλιος τῆς Θαραγκόζης, Ὃσιος τῆς Κορδούης, Ἰσίδωρος καί Λέανδρος τῆς Σεβίλλης – γιά νά ἀναφέρω τούς πιό γνωστούς καί τιμώμενους στήν Ἑλληνορθόδοξη Ἀνατολή – ἀποτελοῦν ἀσφαλή γέφυρα πνευματικῆς ἐπικοινωνίας τῶν δύο ἂκρων τῆς Μεσογείου μας.
Στά ὓστερα χρόνια τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας (12ος-14ος αἰῶνες) ἒχουμε σχέσεις καί ἐπαφές μεταξύ τῶν Βασιλικῶν Οἲκων τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί τῆς Ἀραγωνίας καί τήν παραμονή στήν Ἰβηρία βυζαντινῶν ἀριστοκρατῶν, λογίων καί μελῶν τῆς αὐτοκρατορικῆς οἰκογένειας. Μία πιό ἂμεση ἐπαφή μεταξύ τῶν δύο κόσμων, ὀφείλεται στήν παρουσία καί δράση στά ἐδάφη τῆς Αὐτοκρατορίας καί κυρίως σέ αὐτά τῆς σημερινῆς Ἑλλάδος τῆς Compañía Catalana, ἡ ὁποία δέν ἂφησε καί τίς καλύτερες ἀναμνήσεις στόν ἑλληνικό λαό, λόγω τῶν καταστροφῶν πού προκάλεσε στήν περιοχή. Σέ αὐτή τήν στρατιωτική ἐπέμβαση ὀφείλεται ἡ δημιουργία τοῦ Καταλανικοῦ Δουκάτου τῶν Ἀθηνῶν καί Νέων Πατρῶν, τίτλος ὁ ὁποῖος περιῆλθε στό Ἱσπανικό Στέμμα καί φέρει μέχρι σήμερα ἡ Α.Μ. ὁ Βασιλεύς τῆς Ἱσπανίας. Σέ μία ἐπιδρομή τῆς Καταλανικῆς Κομπανίας στό Ἃγιον Ὂρος, ἒχουμε τήν καταστροφή τῆς Μονῆς τῶν Ἀμαλφιτῶν ἢ Ἰταλιωτῶν Πατέρων, τοῦ μοναδικοῦ λατινικοῦ μοναστηριοῦ πού παρέμεινε στό Ἃγιον Ὂρον καί μετά τό Σχῖσμα μεταξύ τῶν δύο Ἐκκλησιῶν, καθώς καί μέρους τῆς Μονῆς Βατοπαιδίου (βιβλιοθήκη, τράπεζα, πύργος). Τά τμήματα αὐτά τοῦ Βατοπαιδινοῦ Μοναστηριοῦ ἀνακαινίσθηκαν στά τέλη τοῦ 20οῦ αἰώνα μέ χρήματα τῆς Καταλωνικῆς Κυβερνήσεως, μετά ἀπό μία ἐπίσκεψη πού πραγματοποίησαν Καταλανοί πολιτικοί ἰθύνοντες στό Ἃγιον Ὂρος. Ἡ ἐμπορική ἐπέκταση τῶν Ἀνατολικῶν Βασιλείων τῆς Ἰβηρικῆς Χερσονήσου πρός Ἀνατολάς ἦταν ἡ αἰτία νά δημιουργηθοῦν σκάλες, ἀποθῆκες ἐμπορευμάτων, προξενεῖα καί μικρές ἀποικίες Καταλανῶν, Ἀραγονέζων, Βαλενθιανῶν καί Μαγιορκίνων στήν Ἑλληνική Ἀνατολή (Ρόδος, Κύπρος, Κωνσταντινούπολη), ἐνῶ πολλοί ἀπό αὐτούς βοήθησαν στήν ἂμυνα τῶν κάστρων ἀρκετῶν πόλεων ἐναντίων τῶν Ὀθωμανῶν πολιορκητῶν καί κατακτητῶν.
Μετά τήν ὁριστική ἐκδίωξη ἀπό τήν Ἰβηρική Χερσόνησο τῶν “Μαύρων”, τό 1609, ἒχουμε μία προσπάθεια ἐποικισμοῦ τῶν ἐγκαταλελειμένων περιοχῶν στήν Καταλωνία ἀπό ἑλληνικούς πληθυσμούς προερχόμενους ἀπό τήν Νοτιο-δυτική Πελοπόννησο (Μεθώνη, Κορώνη, Μάνη). Ἡ προσπάθεια αὐτή ἀπέτυχε, λόγω τῆς καχυποψίας τῶν ἐντοπίων Ἀρχῶν πρός τούς Ἓλληνες γιά τό διάφορον τῶν θρησκευτικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν πρακτικῶν τους, οἱ ὁποῖοι ἒφυγαν καί ἐγκαταστάθηκαν τελικά στήν Κάτω Ἰταλία (Καλαβρία, Σικελία).
Κατά τόν ἀγῶνα γιά τήν ἐθνική ἀνεξαρτησία (1821-1829), ὃλοι οἱ Ἱσπανικοί Λαοί, καί κυρίως οἱ Ἀνατολικοί Ἲβηρες, θά σταθοῦν στό πλευρό τῶν ἐπαναστημένων Ἑλλήνων. Μέ τήν ἀνεξαρτησία καί τήν δημιουργία τοῦ Νεοελληνικοῦ Κράτους, τό 1836 ἒχουμε τήν σύναψη διπλωματικῶν σχέσεων μεταξύ τῶν Βασιλείων τῆς Ἱσπανίας καί τῆς Ἑλλάδος μέ τήν ἐγκατάσταση Πρεσβείας στήν Μαδρίτης καί τό 1843 τήν ἐγκατάσταση στήν Βαρκελώνη τοῦ Γενικοῦ Προξενείου τῆς Ἑλλάδος, πού ἀπό τό 2008 εἶναι πλέον Ἐπίτιμο, ἐνῶ ἀπό τό 2010 ἑδρεύει στήν Καταλανική πρωτεύουσα ὁ νεοιδρυθείς “Ὀργανισμός Συνεργασίας τῶν Μεσογειακῶν Χωρῶν”, στόν ὁποῖον ἐκπροσωπεῖται ἡ Πατρίδα μας μέ Πρέσβυ.
Ἡ ἀναγέννηση τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἒθνους δημιούργησε συμπάθειες γιά τήν νέα Ἑλλάδα μεταξύ τῶν ἀνθρώπων τοῦ πνεύματος (ποιητῶν καί φιλόλογων) στήν Καταλωνία, οἱ ὁποῖοι χαιρέτησαν αὐτήν τήν ἀναγέννηση ὡς ἱστορική συνέχεια τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἒκτοτε ἀρχίζουν οἱ ἐπαφές μέ Ἓλληνες συγγραφεῖς, ἡ γνωριμία μέ τήν Νεοελληνική Λογοτεχνία καί ἡ σημαντική συμβολή στήν ἐπανακαθιέρωση τῶν Ὀλυμπιακῶν Ἀγώνων (Antoni Rubió καί Lluch).
Γύρω στά 1890 κάπου τριάντα οἰκογένειες ἀπό τήν Δωδεκάννησο, κυρίως ἀπό τά νησιά Κάλυμνος, Κῶς καί Σύμη, ἐγκαθίστανται στήν Βαρκελώνη καί στήν Costa Brava, ἀπασχολούμενες μέ τό ἐμπόριο τῶν σφουγγαριῶν καί τοῦ κοραλιοῦ. Μερικές ἀπό αὐτές τίς οἰκογένειες σχετίζονταν μέ οἰκογενειακούς δεσμούς μέ ἂλλες πού κατοικοῦσαν στήν Μασσαλία καί στήν γύρω περιοχή (Port de Bouc, Toulon), οἱ ἑλληνορθόδοξοι κληρικοί τῆς ὁποίας μετέβαιναν στήν Βαρκελώνη γιά τήν τέλεση βαπτίσεων, γάμων καί ἂλλων ἱερῶν ἀκολουθιῶν σέ ἰδιωτικά σπίτια.
Μετά τόν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ἡ κατάσταση καί τίς δύο Χῶρες (Ἑλλάδα καί Ἱσπανία) ἦταν πολύ ἂσχημη, ἐπαυξανόμενη ἐξ αἰτίας καί τοῦ φρικτοῦ Ἐμφυλίου Πολέμου πού ἒζησαν λίγο πρίν. Αὐτό ἐξηγεῖ τό γεγονός γιατί δέν ἒχουμε μετανάστευση Ἑλλήνων πολιτῶν πρός τήν Ἰβηρική Χερσόνησο. Τό 1948 στήν Μαδρίτη ἱδρύεται ἡ Ἑλληνορθόδοξη Κοινότητα τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἀνδρέου, ἐξ ἀρχῆς μικτή, ἑλληνόφωνη καί σλαβόφωνη, ἡ ὁποία ἀναγνωρίζεται νομικά ἀπό τίς Ἱσπανικές Ἀρχές καί ἀποκτᾶ μόνιμο ἱερέα καί χῶρο λατρείας, ἓνα διαμέρισμα στό κέντρο τῆς πόλης, καί ὑπάγεται πνευματικά στόν Ἀρχιεπίσκοπο Θυατείρων καί Ἒξαρχο Δυτικῆς καί Κεντρώας Εὐρώπης, μέ ἓδρα τό Λονδῖνο. Ἒκτοτε οἱ λίγοι Ἓλληνες τῆς Βαρκελώνης θά ἐξυπηρετοῦνται θρησκευτικά κυρίως ἀπό τόν ἱερέα τῆς Μαδρίτης.
Ἡ δεκαετία τοῦ ’60 εἶναι πολύ καθοριστική. Τό 1963 ἱδρύεται ἡ Ἱερά Μητρόπολις Γαλλίας καί Ἐξαρχία πάσης Ἰβηρίας, μέ ἓδρα τό Παρίσι καί δικαιοδοσία ἐπί τῆς Γαλλίας, τῆς Ἱσπανίας καί τῆς Πορτογαλίας καί ἀρχίζει τό ἐνδιαφέρον γιά τήν καλύτερη θρησκευτική ἐξυπηρέτηση τῶν Ἑλλήνων Ὀρθοδόξων τῆς Ἰβηρικῆς Χερσονήσου. Αὐτοί τῆς Μαδρίτης ἒχουν μόνιμο ἱερέα, νομική ἀναγνώριση, μεταξύ τῶν ἐτῶν 1971-1973 οἰκοδομοῦν ἓνα ὡραιότατο βυζαντινό ναό, πού τό 1975 τό Δημαρχεῖο τῆς Μαδρίτης θά τόν ἀνακηρύξει διατηρητέο μνημεῖο τῆς Ἱσπανικῆς πρωτεύουσας καί τελευταῖα κάτω ἀπό τήν ὀνομασία Iglesia Ortodoxa Griega en España ἐντάσσονται στή Συμφωνία-Convenio μεταξύ τοῦ Ἱσπανικοῦ Κράτους καί τῆς FEREDE, πού ἐπικυρώθηκε τόν Νοέμβριο τοῦ 1992 ἀπό τήν Βουλή τῆς Ἱσπανίας. Οἱ πιστοί τῆς Βαρκελώνης ἐξακολουθοῦν νά ἐξυπηρετοῦνται περιοδικά ἀπό τήν Μαδρίτη ἢ ἀπό τήν Μασσαλία, τήν Νίκαια καί τό Παρίσι.
Ἀπό τά τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1960 ἒχουμε τήν ἂφιξη στήν Βαρκελώνη ἀρκετῶν Ἑλλήνων φοιτητῶν καί ἐλευθέρων ἐπαγγελματιῶν, πολλοί ἀπό τούς ὁποίους θά ἐγκατασταθοῦν μόνιμα στήν περιοχή καί θά δημιουργήσουν οἰκογένεια καί δραστηριότητα ἐπαγγελματική μέ ἐπιτυχία. Σέ αὐτούς πρέπει νά προστεθοῦν ἀργότερα καί ἀρκετοί Ἓλληνες πού ἦλθαν καί ἐγκαταστάθηκαν στήν περιοχή ἀπό τήν Νότιο Ἀμερική (Ἀργεντινή, Οὐρουγουάη, Βενεζουέλα). Τό 1975 ἱδρύεται ἡ Ἑλληνική Ὀρθόδοξη Ἐνορία τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου καί τό 1978 ἡ Ἑλληνική Κοινότητα Βαρκελώνης, ἡ ὁποία τό 1981 κατέθεσε τό Καταστατικό της καί ἀναγνωρίσθηκε ἀπό τίς Καταλανικές Ἀρχές. Ἀπό τό Καταστατικό φαίνεται ὃτι ἡ ἀρχική Ἑλληνική Κοινότητα τῆς Βαρκελώνης, πού ἓνωνε ἁρμονικά τά παλαιά ἱστορικά μέλη τῆς παροικίας καί αὐτά πού ἒφθασαν καί ἐγκαταστάθηκαν μεταγενέστερα, εἶχε Ἑλληνορθόδοξη χροιά, κατά τό πρώτυπο τῶν Ἑλληνικῶν Ὀρθοδόξων Κοινοτήτων τῆς Γαλλίας, ἀφοῦ ὑποχρεωτικά μεταξύ τῶν μελῶν τοῦ Διοικητικοῦ Συμβουλίου ἀνῆκε ex officio καί ὁ ἑκάστοτε ἱερέας. Βασικό ρόλο, ἀπό ἐκκλησιαστικῆς πλευρᾶς, στήν θετική αὐτή ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων τῶν Ἑλλήνων τῆς Βαρκελώνης διεδραμάτισε ὁ τότε ἐφημέριος τῆς Νίκαιας, ἀρχιμανδρίτης Στέφανος Χαραλαμπίδης, Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γαλλίας καί Ὑπεύθυνος Νοτίου Γαλλίας καί Ἰβηρίας, μετέπειτα Βοηθός Ἐπίσκοπος Ναζιανζοῦ καί σήμερα Μητροπολίτης Τἀλλιν καί πάσης Ἐσθονίας, συνεπικουρούμενος ἀπό μία μικρή καί πολύ ἐκλεκτή ὁμάδα παλαιῶν, κυρίως, Ἑλλήνων παροίκων, μερικοί ἀπό τούς ὁποίους ζοῦν ἀκόμη στήν περιοχή. Αὐτή ἡ ἀρχική περίοδος τῆς Κοινότητας-Ἐνορίας ὑπῆρξε ἐποικοδομητική καί πραγματοποιοῦνταν πολλές ἐκδηλώσεις κοινωνικοῦ, πολιτιστικοῦ, ἐκπαιδευτικοῦ καί θρησκευτικοῦ περιεχομένου καί πάντοτε οἱ μεγάλες ἑορτές γιορτάζονταν μέ τά πατροπαράδοτα ἑλληνικά ἢθη καί ἒθιμα, μέ ὃλους τούς Ἑλληνες τῆς Βαρκελώνης γιά πρώτη φορά νά βρίσκονται μαζί. Ἀλλά, ὡς συνήθως, μέ τόν καιρό, ἒπειτα ἀπό τήν ἀκμή ἒρχεται ἡ παρακμή, ὀφειλόμενη στήν ἐξασθένηση τῶν δεσμῶν μεταξύ τῶν Ἑλλήνων καί τῶν κοινοτικῶν δραστηριοτήτων. Ἀκολουθεῖ μία περίοδος ὓφεσης τῆς Ἐνοριακῆς Κοινότητας, πού ἐκτός ἀπό μία τριετία πού εἶχε μόνιμο ἐφημέριο, ἓναν ἱεροδιδάσκαλο πού ἒστειλε μέ προτροπή τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γαλλίας τό Ὑπουργεῖο Ἐθνικῆς Παιδείας τῆς Ἑλλάδος, ἐξυπηρετεῖταν περιοδικά ἀπό τήν Μαδρίτη ἢ τήν Γαλλία.
Ἡ περίοδος τῆς παρακμῆς, εὐτυχῶς, ἒληξε ὁριστικά, μέ τήν ἀνάδειξη στό Διοικητικό Συμβούλιο τῆς Κοινότητας νέων ἱκανῶν καί δραστηρίων ἀνθρώπων, ὃμως ἡ Κοινότητα ἐξελίχθηκε σέ καθαρά λαϊκή, μέ ἐπουσιώδη παράγοντα τόν θρησκευτικό. Ὡς ναό ἡ Κοινότητα χρησιμοποίησε ἀρχικά τό Παρεκκλήσιο τῆς Παναγίας τοῦ Montserrat, τῆς μεγάλης Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐνορίας τῆς Puríssima Concepió, ἐπί τῆς κεντρικῆς ὁδοῦ Aragó καί στήν συνέχεια Παρεκκλήσιο τῆς Ἐνορίας María Reina, στήν περιοχή Esplugues τῆς Βαρκελώνης, πού παραχώρησε ὁ Ὑπεύθυνος ἐπί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῶν Διαθρησκειακῶν Σχέσεων τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς Βαρκελώνης, Mons. Jaume González Agápito, φιλέλληνας καί φιλορθόδοξος κληρικός.
Τά πράγματα ἀπό ἐκκλησιαστικῆς πλευρᾶς ἐξακολούθησαν νά πορεύονται μέσα σέ κλίμα ὓφεσης, παρόλο πού τόν Ἰανουάριο τοῦ 2003, μέ ἀπόφαση τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ἡ Ἐξαρχία πάσης Ἰβηρίας τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γαλλίας, ἀποσπάσθηκε ἀπό τήν Μητρόπολη αὐτή καί ἀνυψώθηκε σέ αὐτοτελῆ ἀνεξάρτητη Μητρόπολη μέ τόν τίτλο “Ἱερά Μητρόπολη Ἱσπανίας καί Πορτογαλίας καί Ἐξαρχία Μεσογείου Θαλάσσης”.
Ἡ κατάσταση ἂλλαξε μέ τήν ἐκλογή (30.04.2007) στόν Μητροπολιτικό Θρόνο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἱσπανίας καί Πορτογαλίας τοῦ νέου Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου κ. Πολυκάρπου, ὁ ὁποῖος προηγουμένως ὑπηρέτησε γιά 19 χρόνια ὡς Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἰταλίας καί Ἐφημέριος τῆς ἱστορικῆς Κοινότητας τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων Βενετίας. Ὁ νέος Μητροπολίτης πρίν ἀκόμη ἀπό τήν ἐνθρόνησή του ἦλθε σέ ἐπικοινωνία ἀπό τήν Βενετία μέ τήν τότε καί νῦν Πρόεδρο τῆς Ἑλληνικῆς Κοινότητας Βαρκελώνης κ. Μαρία Μήτρου, τήν ὁποία συνάντησε κατά τήν ἐνθρόνησή του (16.06.2007) στήν Μαδρίτη καί τῆς ἀνακοίνωσε τήν πρόθεση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως ὃπως ἀρχίσει ὁπωσδήποτε καί πάλι ἡ τέλεση τῆς Ἑλληνορθόδοξης Θείας Λειτουργίας στήν Βαρκελώνη, δεδομένου ὃτι κατά τίς Ἱσπανικές στατιστικές οἱ Ἓλληνες στήν Καταλωνία ὑπολίγονται σέ πάνω ἀπό 1.500 ἂτομα. Ἡ ἀπόφαση αὐτή ἂρχισε νά ὑλοποιεῖται ἀπό τόν Σεπτέμβριο τοῦ ἰδίου ἒτους, μέ τήν συμπαράσταση τῆς Κοινότητος, μέ λειτουργό τόν ἲδιο τόν Μητροπολίτη καί μέ δαπάνες τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως. Ἀργότερα ὡς βοηθοί τοῦ Μητροπολίτου στό ἒργο τῆς θρησκευτικῆς ἐξυπηρετήσεως τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων τῆς Βαρκελώνης προσετέθηκαν διαδοχικά οἱ ἀρχιμανδρίτες Χρυσόστομος καί Νήφων, κληρικοί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀποσπασμένοι ὡς περιοδεύοντες ἱερεῖς στήν Ἱερά Μητρόπολη Ἱσπανίας καί Πορτογαλίας.
Ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 2011 στήν Βαρκελώνη ὑπηρετεῖ μόνιμος Ἑλληνορθόδοξος ἱερέας στό πρόσωπο τοῦ πανοσιολ. Ἀρχιμανδρίτου κ. Χριστοδούλου, ἀποφοίτου τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κουρά εἰς μοναχόν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κουτλουμουσίου τοῦ Ἁγίου Ὂρους καί χειροτονία ὡς κληρικοῦ στήν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος (Ἱερά Μητρόπολις Δημητριάδος καί Ἁλμυροῦ). Κέντρο τῆς ἐνοριακῆς ζωῆς καί δραστηριότητας ἀποτελεῖ καί πάλι τό Παρεκκλήσιο τῆς Παναγίας τοῦ Montserrat, πού ἀναφέραμε παραπάνω καί στό ὁποῖο μεταφέρθηκε τά τελευταῖα χρόνια ὁ Ναός τῆς Ἐνορίας γιά πρακτικούς λόγους, μέ τήν ἀδελφική συμπαράσταση τοῦ Προϊσταμένου τῆς Ἐνορίας τῆς Puríssima Concepió, Mons. Ramon Corts i Blay, φίλου καλοῦ τῆς Ἑλλάδας καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὁ π. Χριστόδουλος, κάτω ἀπό ἐξαιρετικά δύσκολες καί ἀντίξοες συνθῆκες καί περιστάσεις, ἐπαυξανόμενες ἀπό τήν ἐπικρατοῦσα μέχρι τότε μακροχρόνια κατάσταση ὓφεσης, διεξάγει τήν ταπεινή ἱερατική του διακονία μέ ἒνθεο ζῆλο καί ὑποδειγματική ὑπομονή καί ἒχει μετατρέψει τό Παρεκκλήσιο σέ μία ὂμορφη ἑλληνορθόδοξη ἐκκλησία, ἐξοπλίζοντάς το μέ τέμπλο, εἰκόνες καί ἱερά σκεύη. Εἶναι πραγματικός ἣρωας καί μάρτυρας Ὀρθοδοξίας καί Ἑλληνισμοῦ στήν Καταλανική πρωτεύουσα στούς σημερινούς ἀποκαλυπτικούς καιρούς πού ζοῦμε, ἒχοντας ὡς συμπαραστάτες στό δύσκολο ἒργο του τόν Ἃγιο Νεκτάριο, τόν μεγάλο αὐτόν Θαυματουργό Ἓλληνα Ἃγιο τοῦ 20οῦ αἰώνα καί τούς λιγοστούς ἐκείνους, ἀλλά ἐκλεκτούς, πιστούς πού ἐκκλησιάζονται, βιώνοντας καθημερινά ὡς νέος Τιμόθεος, σέ αὐτή τήν στρατηγική καί ἱστορική γιά τήν Μητέρα Ἐκκλησία καί τό Γένος μας περιοχή, τήν Ἀποστολική προτροπή “μή φοβοῦ τό μικρόν ποίμνιον”.